- κοινωνιμαίος
- κοινωνιμαῑος και κοινωνιμιαῑος, -αία, -ον (Α)πάπ. αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο κοινόχρηστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνός + κατάλ. -ιμαῖος (από συνδυασμό τών καταλ. -ιμος και -αῖος), πρβλ. επιστολ-ιμαίος, υποβολ-ιμαίος].
Dictionary of Greek. 2013.